τζορμπατζής

τζορμπατζής
και τσορμπατζής, ο, Ν
(παλ. τ.)
1. γαιοκτήμονας αφέντης
2. πρόκριτος
3. καλοστεκούμενος, εύπορος, πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corbaci].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”